- απλεύριστος
- η , ο [ος , ον ]1) не ставший рядом (с кем-л.); не подошедший (к кому-л.); 2) непришвартовавшийся (о судне); 3) недоступный; неподкупный (о человеке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απλεύριστος — η, ο 1. αυτός που δεν πλεύρισε, δεν πλησίασε την προκυμαία 2. αυτός που δεν τον πλεύρισαν, δεν τον ζύγωσαν για κάποιο πονηρό σκοπό … Dictionary of Greek
απλεύριστος — η, ο αυτός που δεν πλεύρισε, δεν πλησίασε: Το πλοίο ήταν ακόμη απλεύριστο και δε διακρίνονταν καλά οι επιβάτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδιπλάριστος — και αδιπλάρωτος, η, ο [διπλαρώνω] 1. (για πλοία κ.λπ.) αυτός που δεν διπλάρωσε, δεν πλεύρισε, ο απλεύριστος 2. αυτός που δεν τόν έχουν πλευρίσει για να τού αποσπάσουν κάτι … Dictionary of Greek
ακοστάριστος — η, ο [ακοστάρω] 1. (για πλοία) απλεύριστος … Dictionary of Greek